- ταριχᾶς
- τᾰρῑχ-ᾶς, ᾶ, ὁ,A dealer in salt fish, Stud.Pal.10.113.6 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταριχάς — ᾱ, ὁ, Α πωλητής παστών ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + επίθημα ᾶς (πρβλ. ταπιτ ᾶς)] … Dictionary of Greek